- αερόβιος
- aérobie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αερόβιος — α, ο (Α ἀερόβιος, ον) (για πτηνά κυρίως) αυτός που ζει στον αέρα νεοελλ. για βακτήρια, φυτά) κ.λπ. που δεν ζουν χωρίς αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βίος ο τ. αερόβιος χρησιμοποιήθηκε από τους ξένους ως επιστημον. όρος (πρβλ. γαλλ. aerobie),… … Dictionary of Greek
αερόβιος — α, ο (φυσ.), αυτός που μπορεί να ζήσει μονάχα στον αέρα (φυτά, ζώα, βακτήρια κτλ.)· ουσ. αεροβίωση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αναερόβιος — α, ο 1. κάθε φαινόμενο, οργανισμός, διεργασία κ.λπ. που γίνεται ή διατηρείται σε περιβάλλον χωρίς οξυγόνο 2. (ως ουσιαστικό) ο όρος χρησιμοποιείται για τους αναερόβιους μικροοργανισμούς, δηλαδή αυτούς που δεν χρειάζονται οξυγόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος… … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek